ηδονολάτρης

ηδονολάτρης
ο, θηλ. ηδονολάτρισσα
αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο-λάτρης, ηλιο-λάτρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”